- πωρόλιθος
- ο туф
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πωρόλιθος — ο, Ν (πετρογρ.) 1. πορώδες ασβεστολιθικό πέτρωμα που αποτελεί, συνήθως, σχηματισμό γλυκών νερών, πλούσιων σε ανθρακικό ασβέστιο 2. ο χαρακτηρισμός ορισμένων ασβεστομαργαϊκών ή ψαμμιτικών πετρωμάτων θαλάσσιας προέλευσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶρος +… … Dictionary of Greek
πωρόλιθος — ο ασβεστολιθικό πέτρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πώρινος — η, ο / πώρινος, η, ον, ΝΑ κατασκευασμένος από πωρόλιθο («πώρινο άγαλμα») αρχ. φρ. α) «πώρινος λίθος» πωρόλιθος β) «λατομίον πώρινον» ή απλώς «πώρινον» λατομείο πωρόλιθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
πουρί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Βόλου, του νομού Μαγνησίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (50 τ. χλμ.). * * * το, Ν άκλ. 1. πορώδες ασβεστολιθικό πέτρωμα, πωρόλιθος 2. ασβεστούχο υπόλειμμα που επικάθεται ως επίστρωμα σε… … Dictionary of Greek
πωρί — το / πωρίον, ΝΑ, και πουρί Ν [πῶρος] ο πωρόλιθος νεοελλ. η πέτρα τών δοντιών, τρυγία αρχ. μικρός κάλος … Dictionary of Greek
πωρίασις — άσεως, ἡ, Α απόστημα τών οστών τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *πωριῶ < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + κατάλ. ιῶ δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ἀρρωστ ιῶ, ναυτ ιῶ] … Dictionary of Greek
πωροειδής — ές, Α πωρώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + ειδής*] … Dictionary of Greek
πωροκήλη — ἡ, ΜΑ σκληρός όγκος στους όρχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + κήλη] … Dictionary of Greek